τρέφει

τρέφει
τρέφος
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
τρέφεϊ , τρέφος
neut dat sg (epic ionic)
τρέφος
neut dat sg
τρέφω
thicken
pres ind mp 2nd sg
τρέφω
thicken
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. — τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. См. Ремесло вотчина …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • питати — ПИТА|ТИ (105), Ю, ѤТЬ гл. 1.Питать, кормить, насыщать: множьство въши и блъхъ и малаго прочаго гада. ихъ же всѣхъ тьмьноѥ ѡно дьно изношаше и пипиташе. [так!] (ἔτρεφεν) ЖФСт к. XII, 130 об.; ѥвлогии же говѣ˫аше ѥмѹ акы ѡц҃ю. любѧ ѥго всѧцьскы.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • питовати — ПИТ|ОВАТИ (7*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Питать, давать комул. пищу: ибо акинфъ къ аѥрови приложенъ, чермьныи же ли червию ѡчервленъ къ ѡгню, прапрѹдноѥ же ˫авлѧѥть море, тъ бо питѹѥть къхлѹ, ѿ не˫аже таковоѥ червлениѥ бываѥть, вюсъ же къ земли. ѿ не˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βαλμάς — ο 1. αυτός που τρέφει άλογα, γαϊδούρια, βόδια, βουβάλια κ.λπ. 2. εκείνος που τρέφει άλογα και τα νοικιάζει για αλώνισμα και άλλες γεωργικές εργασίες 3. αυτός που κατευθύνει τ άλογα κατά το αλώνισμα 4. ο γκιόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ζωοθρέμμων — ζωοθρέμμων, ον, θηλ. και ζωοθρέπτειρα (Μ) 1. αυτός που τρέφει ζώα 2. το θηλ. ἡ ζῳοθρέπτειρα (ως επίθ. τής γης) αυτή που τρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + θρεμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτο θρέμμων, πολυ θρέμμων] …   Dictionary of Greek

  • θηροτρόφος — θηροτρόφος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άγρια ζώα, που έχει άφθονα άγρια ζώα 2. (για πρόσ.) αυτός που τρέφει θηρία, αυτός που συντηρεί άγρια ζώα 3. το θηλ. ἡ θηροτρόφος επίθ. τής Τηθύος (Γης). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τροφος (<… …   Dictionary of Greek

  • ιερακοτρόφος — ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει γεράκια (νεοελλ. μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια αρχ. ως ουσ. ο μαθητής τού Ιέρακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο… …   Dictionary of Greek

  • ιππόβοτος — ἱππόβοτος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾱλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος ιστορικός τής… …   Dictionary of Greek

  • πολυθάλμιος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ 2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θάλμιος (< *θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο θάλμιος, ζω θάλμιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”